Συλλογές | |
---|---|
Τίτλος |
Ευρωπαϊκές χρηματοπιστωτικές αγορές και εποπτικό πλαίσιο υπό το πρίσμα της πολιτικής οικονομίας |
Δημιουργός |
Τριαντόπουλος, Χρήστος |
Συντελεστής |
Παγουλάτος, Γεώργιος Χριστοδουλάκης, Νίκος Παγκράτης, Σπυρίδων Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών |
Τύπος |
Text |
Φυσική περιγραφή |
433σ. |
Γλώσσα |
el |
Περίληψη |
This thesis is a study that contributes to the comparative capitalism literature with the development of a new approach considering the organisation of the economy during the capitalism’s era of financial excess. It is a phase of the European capitalistic economy that ended “painfully” with the 2007/2008 global financial crisis and during which the indebtedness of the private and public sector was two times over the economy’s output and the size of the financial system ended up five times the size of the economy. This approach is labelled as the Varieties of Financial Capitalism (VoFC) and it is a theoretical extension of the Varieties of Capitalism approach (VoC). It is the extension of the well-known political economy approach that was enriched with the “beyond VoC” view. In contrast to the initial approach, the VoFC approach sets as the structural actor in the core of its analytical framework the financial institution -which replaces the enterprise- reflecting, in this way, the vital importance of financial intermediation in the economy during the financial excess era. More particularly, the financial institution acts in an environment of strategic interaction with other structural actors and institutions of the capitalistic economy among which coordination is achieved. The varying nature of such coordination, based on a network of institutional complementarities, affects significantly the actors’ economic and productive efficiency of the respective capitalistic model. Consequently, the interactions among the actors in the subfields of financial intermediation and the institutional complementarities determine the nature of the achieved coordination, thus characterizing each VoFC. The empirical results point out a resilience of the nature of coordination as in most of the cases there is a continuity between the initial approach and VoFC, underlining that despite the evolution of capitalism during the era of financial excess the structural characteristics of the nature of coordination in each model have remained. Thus, (liberal) market-based coordination is detected to the market-centred financial systems, (strategic) cooperation-based coordination characterizes the bank-centred financial systems and state-led coordination is detected to the state(bank)-centred financial systems. This resilience of the nature of coordination also arises -to a significant extent- from the extension of the VoFC approach to the field of financial supervision that emerges from the versions of supervision of financial capitalism in Europe. Mainly, these versions of financial supervisory framework are (a) the traditional one that is detected in the state(bank)-centred financial systems, (b) the partially sophisticated one that is mostly located in the bank-centred financial systems, and (c) the sophisticated one which characterizes the market-centred financial systems. What is indicated from this kind of resilience -in an environment of evolving capitalism- is the difficulty of change for the fundamental characteristics of a political economy, while the types of coordination and the observed trends (before the 2007/2008 crisis) reflect the diachronic “conflict” between the state and the market forces for the “control” of economic activity. In the middle area of this fundamental competition lies the strategic cooperation of actors, balancing the trends of the two basic poles. Στην παρούσα διδακτορική διατριβή αναπτύσσεται μία προσέγγιση συγκριτικής ανάλυσης των ευρωπαϊκών συστημάτων καπιταλιστικής οργάνωσης υπό τα δεδομένα της φάσης χρηματοπιστωτικής υπερβολής της καπιταλιστικής οικονομίας. Φάση, κατά την οποία, πριν από το ξέσπασμα της κρίσης του 2007/2008 η χρέωση των δρώντων ήταν υπερδιπλάσια του παραγόμενου προϊόντος και το μέγεθος του χρηματοπιστωτικού συστήματος ήταν πενταπλάσιο της πραγματικής οικονομίας. Πρόκειται για την προσέγγιση των μοντέλων χρηματοπιστωτικής οργάνωσης, η οποία συνιστά την επέκταση της προσέγγισης των μοντέλων καπιταλιστικής οργάνωσης και δη της εμπλουτισμένης με τη «μία φάση πριν» εκδοχή της. Στον πυρήνα της, ως δομικός δρών κάθε μοντέλου, εντοπίζεται το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ως εκφραστής της ζωτικής για την καπιταλιστική οικονομία χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας. Συγκεκριμένα, το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα δρα σε ένα περιβάλλον στρατηγικής διάδρασης με τους άλλους δομικούς δρώντες και θεσμούς της καπιταλιστικής οικονομίας, με τους οποίους επιτυγχάνεται συγκεκριμένης φύσης συντονισμός που συνεισφέρει στην αποτελεσματικότητα της δραστηριότητας των δρώντων του συγκεκριμένου μοντέλου. Οι διαδράσεις, λοιπόν, που διαμορφώνονται μεταξύ των δρώντων σε υποπεδία της διαμεσολαβητικής δραστηριότητας, αλλά και στο πλαίσιο ενός πλέγματος «θεσμικών συμπληρωματικοτήτων», προσδιορίζουν τη φύση του συντονισμού που επιτυγχάνεται, προσδίδοντας «χαρακτήρα» στο μοντέλο χρηματοπιστωτικής οργάνωσης ανάλογα με τη φύση του συντονισμού. Τα αποτελέσματα της εμπειρικής διερεύνησης καταδεικνύουν την ανθεκτικότητα της φύσης του συντονισμού, καθώς παρατηρείται σε αρκετές περιπτώσεις μία ενδιαφέρουσα συνέχεια μεταξύ μοντέλων καπιταλιστικής οργάνωσης και μοντέλων χρηματοπιστωτικής οργάνωσης, υπογραμμίζοντας ότι, παρά την εξέλιξη -και μεταβολή- της φύσης της καπιταλιστικής οικονομίας, η φύση του συντονισμού διατηρεί τα δομικά χαρακτηριστικά της. Έτσι, εντοπίζονται ο συντονισμός με όρους δυνάμεων της αγοράς στα αγορακεντρικά συστήματα, ο συντονισμός με όρους στρατηγικής συνεργασίας των δρώντων της αγοράς στα τραπεζοκεντρικά συστήματα και ο συντονισμός με όρους παρέμβασης του κράτους στην αγορά στα κρατικοκεντρικά συστήματα. Η ανθεκτικότητα της φύσης του συντονισμού προκύπτει -σε σημαντικό βαθμό- και από την επέκταση της προσέγγισης των μοντέλων χρηματοπιστωτικής οργάνωσης στο πεδίο της εποπτείας της χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας, όπως προκύπτει από την οπτική των εκδοχών εποπτείας της χρηματοπιστωτικής οργάνωσης. Πρόκειται, ειδικότερα, για τα παραδοσιακά εποπτικά πλαίσια που εντοπίζονται στα κρατικοκεντρικά συστήματα, τα μερικώς εξελιγμένα εποπτικά πλαίσια που χαρακτηρίζουν, κυρίως, τα τραπεζοκεντρικά συστήματα και τα εξελιγμένα εποπτικά πλαίσια των αγορακεντρικών συστημάτων. Αυτή, λοιπόν, η ανθεκτικότητα της φυσιογνωμίας του συντονισμού, έστω και με αποκλίσεις, μέσα σε ένα περιβάλλον καπιταλιστικής εξέλιξης, συνιστά σημαντική ένδειξη της δυσκολίας αλλαγής της φύσης μιας πολιτικής οικονομίας και δη των καταβολών της, ενώ οι τύποι του συντονισμού και οι σχετικές τάσεις αποτυπώνουν τη χρόνια «διαμάχη» για τον «έλεγχο» της οικονομικής δραστηριότητας ανάμεσα σε κράτος και αγορά, με τη στρατηγική συνεργασία των δρώντων να βρίσκεται στο μεσαίο χώρο αυτού του ιδιότυπου «ανταγωνισμού». |
Λέξη κλειδί |
Χρηματοπιστωτικές αγορές Καπιταλισμός Πολιτική οικονομία Financial markets Capitalism Political economy |
Ημερομηνία |
20-12-2013 |
Άδεια χρήσης |
https://creativecommons.org/licenses/by/4.0/ |