Abstract : | Ο χρηματοπιστωτικός τομέας διαδραματίζει θεμελιώδη και πολύπλευρο ρόλο για την ομαλή λειτουργία των σύγχρονων οικονομιών. Η σημασία του είναι διάχυτη σε διάφορες πτυχές των οικονομικών δραστηριοτήτων καθώς και στην διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Η χρηματοπιστωτική κρίση του (2007-2008) ανατάραξε το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, αναδεικνύοντας την ανάγκη να τελειοποιηθεί το υφιστάμενο εποπτικό πλαίσιο που διέπει τα τραπεζικά ιδρύματα. Αυτό οδήγησε στην ανάπτυξη των κανόνων της Βασιλείας ΙΙΙ, με γνώμονα την απαίτηση για αποτελεσματικότερη τραπεζική εποπτεία και τη δημιουργία πιο ισχυρών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, για την αποφυγή μελλοντικών τραπεζικών αποτυχιών και κρίσεων. Η παρούσα εργασία παρέχει μια ολοκληρωμένη ανάλυση των παραγόντων που συμβάλλουν στην τραπεζική πτώχευση, δίνοντας έμφαση στην κακή ποιότητα διαχείρισης, την κεφαλαιακή ανεπάρκεια, την ακραία έκθεση στον τομέα των ακίνητων και τις μη παραδοσιακές τραπεζικές δραστηριότητες, την προβληματική εταιρική διακυβέρνηση, την πολιτική επιρροή καθώς και τις ευρύτερες μακροοικονομικές συνθήκες. Επιπροσθέτως, εξετάζονται οι συνέπειες των τραπεζικών κρίσεων και αποτυχιών, αναδεικνύοντας την εκτεταμένη και σοβαρή επίδρασή τους στον τραπεζικό τομέα, την ευρύτερη οικονομία και την κοινωνία. Η κατανόηση αυτών των παραγόντων αποτελεί ύψιστης σημασίας ζήτημα, για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, τις ρυθμιστικές αρχές και τα τραπεζικά ιδρύματα στην ανάπτυξη στρατηγικών για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας και της σταθερότητας του τραπεζικού τομέα. Κύριος στόχος της παρούσας εργασίας είναι να τεκμηριώσει, να εξετάσει και να παρέχει μια εις βάθος ανάλυση των θεωρητικών και πρακτικών πτυχών των τραπεζικών κρίσεων και αποτυχιών, εστιάζοντας στις βαθύτερες αιτίες και τις επιπτώσεις που έχουν, καθώς και στην αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των διαφόρων μέτρων πολιτικής που χρησιμοποιούνται από τις κυβερνήσεις και τις κεντρικές τράπεζες, για την αντιμετώπιση αυτών των κρίσεων. Επιπροσθέτως, θα υπογραμμιστεί η αξία για την ανάλυση των τραπεζικών πτωχεύσεων καθώς επίσης θα παρουσιαστεί η χρησιμότητα των κεντρικών τραπεζών για το σύνολο του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Οι κεντρικές τράπεζες είναι υπεύθυνες για την εφαρμογή της Νομισματικής Πολιτικής μέσω της οποίας διαχειρίζονται τα επιτόκια και την προσφορά του χρήματος καθώς και τις κεφαλαιακές απαιτήσεις, έτσι ώστε να ελέγξουν τον πληθωρισμό, να ενισχύσουν την οικονομική ανάπτυξη και να διασφαλίσουν την σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος και κατά συνέπεια ολόκληρης της οικονομίας. Η θεωρητική πτυχή της εργασίας,ολοκληρώνεται με την σταδιακή ανάπτυξη των Συμφώνων της Βασιλείας Ι, ΙΙ και ΙΙΙ, η τελευταία εκ των οποίων διατυπώθηκε ως απάντηση στη χρηματοπιστωτική κρίση του (2007- 2008), στοχεύοντας στην ενίσχυση και την κάλυψη των κενών του δεύτερου Συμφώνου. Περιλαμβάνει ένα σύνολο κανονισμών που στοχεύουν ρητά στη βελτίωση της ανθεκτικότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων έναντι των δυσμενών οικονομικών επιπτώσεων, στη βελτίωση των πρακτικών διαχείρισης κινδύνων και στην αύξηση της διαφάνειας και της εποπτείας. Οι νέοι κανονισμοί που εισήγαγε η Βασιλεία ΙΙΙ έχουν επιβάλει αυστηρότερους εποπτικούς κανόνες σχετικά με το κεφάλαιο και τη ρευστότητα των τραπεζών, με στόχο την ενίσχυση της ανθεκτικότητάς τους έναντι πιθανών μελλοντικών κρίσεων. Ωστόσο, αυτοί οι κανονισμοί συχνά επηρεάζουν τα περιθώρια κερδοφορίας των τραπεζών και την ικανότητά τους να διατηρούν υγιείς ισολογισμούς. Η εργασία ολοκληρώνεται μέσα από την εμπειρική ανάλυση της συμμόρφωση των τεσσάρων συστημικών τραπεζών της Ελλάδος, «της Eurobank, της Alpha Bank, της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος και της Τράπεζας Πειραιώς» σύμφωνα με τους κανόνες και τα πλαίσια, όπως διέπονται από την Επιτροπή της Βασιλείας. Μέσα από το εμπειρικό κομμάτι θα παρουσιαστούν κρίσιμα δεδομένα σχετικά με τους ισολογισμούς των ελληνικών τραπεζών, παρέχοντας το σύνολο των εποπτικών δεικτών που είναι απαραίτητα να πληρούν, αντικατοπτρίζοντας την τρέχουσα κατάσταση του τραπεζικού τομέα της Ελλάδας μέσα από την επίδραση των αυστηρότερων μεταρρυθμίσεων που έφερε το τελευταίο σύμφωνο της Βασιλείας. The financial sector plays a fundamental and multifaceted role in the smooth functioning of modern economies. Its importance is pervasive in various aspects of economic activities as well as in safeguarding financial stability. The financial crisis of (2007-2008) shook the global financial system, highlighting the need to refine the existing supervisory framework governing banking institutions. This led to the development of the Basel III rules, driven by the requirement for more effective banking supervision and the creation of stronger financial institutions, to prevent future banking failures and crises. The thesis provides a comprehensive analysis of the factors contributing to bank failure, emphasizing in poor management quality, capital inadequacy, extreme exposure to real estate and non-traditional banking activities, problematic corporate governance, political influence as well as broader macroeconomic conditions. In addition, the consequences of banking crises and failures are examined, highlighting their extensive and serious impact on the banking sector, the wider economy and society. Understanding these factors is of utmost importance for policy makers, regulators and banking institutions in developing strategies to enhance the resilience and stability of the banking sector. The main objective of this paper is to document, examine and provide an in- depth analysis of the theoretical and practical aspects of banking crises and failures, focusing on their root causes and effects, as well as evaluating the effectiveness of various policy measures that used by governments and central banks to deal with these crises. Additionally, the value of analyzing bank failures will be highlighted as well as the usefulness of central banks to the financial system as a whole. Central banks are responsible for the implementation of Monetary Policy through which they manage interest rates and the money supply as well as capital requirements in order to control inflation, enhance economic growth and ensure the stability of the banking system and by consequence of the whole society. The theoretical aspect of the work concludes with the gradual development of the Basel Accords I, II and III, the last of which was formulated in response to the financial crisis of (2007-2008), aiming to strengthen and cover the gaps of the second Accord. It includes a set of regulations expressly aimed at improving the resilience of credit institutions against adverse economic effects, improving risk management practices, and increasing transparency and supervision. The new regulations introduced by Basel III have imposed stricter supervisory rules on banks' capital and liquidity, with the aim of strengthening their resilience against possible future crises. However, these regulations often affect banks' profit margins and their ability to maintain healthy balancesheets. The paper is concluded through the empirical analysis of the compliance of the four systemic banks of Greece, "Eurobank, Alpha Bank, National Bank of Greece and Piraeus Bank" according to the rules and frameworks, as governed by the Basel Committee. Through the empirical part, critical data on the balance sheets of Greek banks will be presented, providing all the supervisory indicators that are necessary to meet, reflecting the current situation of the banking sector in Greece through the effect of the stricter reforms brought by the last pact of Basel.
|
---|