Abstract : | Η παρούσα διπλωματική εργασία επικεντρώνεται στη μελέτη της διαπραγμάτευσης των διεθνών χρεοκοπιών, με κύρια παραδείγματα τις μελέτες περίπτωσης της Αργεντινής και της Ουρουγουάης. Οι στόχοι της έρευνας περιλαμβάνουν την ανάλυση των συνθηκών υπό τις οποίες οι χώρες αυτές έδρασαν στις διαδικασίες διαπραγμάτευσης μεταξύ πιστωτών και των κυβερνήσεων τους, τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων αυτών, καθώς και τον ρόλο που διαδραμάτισε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ).Η μεθοδολογία της ανάλυσης βασίζεται στη καταγραφή μελετών περίπτωσης των δύο χωρών. Πιο συγκεκριμένα, εξετάζονται οι οικονομικές κρίσεις που επηρέασαν τις οικονομίες της Αργεντινής και της Ουρουγουάης στην πάροδο των τελευταίων δεκαετιών, οι ιστορικές σχέσεις τους με το ΔΝΤ, και οι διάφορες συμφωνίες που διαδραματίστηκαν για την αντιμετώπιση των κρίσεων. Η έρευνα αξιοποιεί ποιοτική ανάλυση των πολιτικών που εφαρμόστηκαν, των επιπτώσεών τους, και των στρατηγικών διαπραγμάτευσης που υιοθετήθηκαν από τις δύο χώρες.Τα κύρια ευρήματα της έρευνας δείχνουν ότι οι διαπραγματεύσεις για τη διαχείριση των χρεοκοπιών ήταν ιδιαίτερα πολύπλοκες και επηρεάστηκαν από πληθώρα εξωτερικών και εσωτερικών παραγόντων. Στην περίπτωση της Αργεντινής, η αρχική συνεργασία με το ΔΝΤ κατά τη δεκαετία του 1990 οδήγησε σε μια φαινομενική σταθεροποίηση της οικονομίας, η οποία ωστόσο δεν ήταν βιώσιμη μακροπρόθεσμα, καταλήγοντας στην κρίση του 2001-2002. Η εμπλοκή του ΔΝΤ στην Αργεντινή έχει επικριθεί για την υπερβολική εμμονή στη σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία, η οποία συνέβαλε στην τελική κατάρρευση.Αντίστοιχα, στην Ουρουγουάη, η τραπεζική κρίση του 2002 διαχειρίστηκε με τη συνεργασία του ΔΝΤ και άλλων διεθνών οργανισμών, που παρείχαν κρίσιμη οικονομική και τεχνική βοήθεια. Η Ουρουγουάη κατάφερε να αναδιαρθρώσει το δημόσιο χρέος της χωρίς να προβεί σε κούρεμα, ενώ παράλληλα θωράκισε το τραπεζικό της σύστημα και επανήλθε στις διεθνείς αγορές μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα.Συνολικά, η εργασία αναδεικνύει τη σημασία της ευελιξίας και της προσαρμογής στις πολιτικές διαχείρισης κρίσεων και υπογραμμίζει τη ζωτική σημασία της διεθνούς συνεργασίας για την επίτευξη της οικονομικής σταθερότητας. This thesis focuses on the study of the negotiation of international bankruptcies, with the main examples being the case studies of Argentina and Uruguay. The objectives of the research include the analysis of the conditions under which these countries acted in the negotiation processes between creditors and their governments, the results of these negotiations, as well as the role played by the International Monetary Fund (IMF).The methodology of the analysis is based on the economic crises that affected the economies of Argentina and Uruguay over the past decades, their historical relations with the IMF, and the various agreements that took place to deal with the crises are examined. The research utilizes a qualitative analysis of the policies implemented, their effects, and the negotiation strategies adopted by the two countries.The main findings of the research show that the negotiations for managing bankruptcies were highly complex and influenced by a multitude of external and internal factors. In the case of Argentina, the initial cooperation with the IMF during the 1990s led to an apparent stabilization of the economy, which however was not sustainable in the long term, culminating in the crisis of 2001-2002. The IMF's involvement in Argentina has been criticized for its excessive fixation on a fixed exchange rate, which contributed to the eventual collapse.Similarly, in Uruguay, the 2002 banking crisis was managed with the cooperation of the IMF and other international organizations, which provided critical financial and technical assistance. Uruguay managed to restructure its public debt without taking a haircut, while at the same time shielding its banking system and returning to international markets in a short period of time.Overall, the paper highlights the importance of flexibility and adaptation in crisis management policies and highlights the vital importance of international cooperation in achieving economic stability.
|
---|