Abstract : | Η παρούσα εργασία, εξετάζει αναλυτικά το θέμα της επαγγελματικής κατάρτισης στα κράτη – μέλη της Ε.Ε, παραθέτοντας αρχικά την θεωρία του Becker περί του ανθρώπινου κεφαλαίου. Ο Becker, διαχωρίζει την κατάρτιση σε γενική και ειδική, υποστηρίζοντας ότι οι εργαζόμενοι αναλαμβάνουν την χρηματοδότηση της γενικής κατάρτισης, επωμιζόμενοι εξ ολοκλήρου τα κόστη αλλά και τα οφέλη. Αυτό συμβαίνει, διότι το γενικό της περιεχόμενο, μπορεί εύκολα να μεταφερθεί σε άλλον εργοδότη, καθιστώντας την κατ’ αυτόν τον τρόπο, οικονομικά ασύμφορη επένδυση για τον τωρινό εργοδότη. Ωστόσο, η ειδική εκπαίδευση, όπως προκύπτει εξ ορισμού, δεν δύναται να μεταφερθεί σε άλλη επιχείρηση, με αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι και οι εργοδότες να μοιράζονται τα κόστη και τα οφέλη.Η εν λόγω θεωρία ωστόσο, έρχεται αντιμέτωπη με μια σειρά από επικρίσεις, εκ των οποίων αρκετές εστιάζουν στο θέμα της χρηματοδότησης της επαγγελματικής κατάρτισης. Ο αντίλογός τους, βασίζεται στην παρατήρηση ότι οι αγορές εργασίας διέπονται από ατέλειες, οι οποίες στρεβλώνουν τα κίνητρα των εμπλεκόμενων μερών, δηλαδή εργαζομένων και εργοδοτών, με αποτέλεσμα αυτό που παρατηρείται συχνά στην πράξη, είναι οι εργοδότες να χρηματοδοτούν την γενική κατάρτιση.Βάσει ερευνών στα κράτη – μέλη της Ε.Ε, προκύπτει ότι μεγάλο ποσοστό των μαθημάτων κατάρτισης παρέχονται από τους εργοδότες, με μικρότερη ωστόσο διάρκεια από τα αντίστοιχα που δεν παρέχονται.Εξετάζοντας τη νομική θεμελίωση της επαγγελματικής κατάρτισης, παρατηρούμε ότι η εικόνα που παρουσιάζει η Ε.Ε, ως προς τους στόχους που έθεσε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για το 2010, στην Λισαβόνα το Μάιο του 2003, δεν είναι ικανοποιητική. Συγκεκριμένα, ο στόχος περί συμμετοχής των ενηλίκων στην δια βίου μάθηση δεν επετεύχθη, όπως και οι υπόλοιποι στόχοι στην πλειονότητά τους. Μοναδική εξαίρεση αποτέλεσε ο στόχος που αφορούσε τους αποφοίτους μαθηματικών σχολών, φυσικών επιστημών και τεχνολογίας.Η προσπάθεια ωστόσο για την επίτευξή τους, συνεχίζεται και την δεκαετία που διανύουμε, καθώς τον Μάιο του 2009, καθορίστηκαν αναθεωρημένοι οι στόχοι που ετέθησαν το 2003, καθώς και δύο νέοι στα πεδία της προσχολικής αγωγής και της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, με χρονικό ορίζοντα το 2020. Παρατηρώντας τις τάσεις για τους εν λόγω στόχους, οι προβλέψεις είναι ευοίωνες για τους δύο νέους, ενώ για τους υπόλοιπους, πιθανολογείται αδυναμία ως προς την επίτευξή τους. Αναλύοντας στην πορεία τις οικονομικές αποδόσεις της επαγγελματικής κατάρτισης, στα κράτη – μέλη της Ε.Ε, διακρίνουμε τρία προς μελέτη επίπεδα, το ατομικό, το επιχειρησιακό και το μακροοικονομικό. Σε ατομικό επίπεδο, παρατηρούμε την θετική σχέση που υφίσταται, βάσει ερευνών, μεταξύ της κατάρτισης και των μισθών, καθώς άτομα τα οποία έχουν λάβει κάποιου είδους κατάρτιση, διαθέτουν μεγαλύτερες μισθολογικές απολαβές, σε σύγκριση με τα άτομα που δεν έχουν λάβει. Οι αποδόσεις ωστόσο αυτές, διαφοροποιούνται ανάλογα με ορισμένα χαρακτηριστικά, όπως είναι η πηγή χρηματοδότησης της κατάρτισης, ο τύπος αυτής, η διάρκεια και τα χαρακτηριστικά των εργαζομένων, δηλαδή το φύλο και το μορφωτικό υπόβαθρο. Σε επιχειρησιακό επίπεδο, η επαγγελματική κατάρτιση συμβάλλει σημαντικά, επιδρώντας στην γενικότερη ανάπτυξη ειδικών για την επιχείρηση δεξιοτήτων, στην παραγωγικότητα, στην κερδοφορία, καθώς επίσης στην ανταγωνιστικότητα και την καινοτομία. Οι επιπτώσεις αυτές, σε συνδυασμό με την Συνθήκη της Λισαβόνας, επιβεβαιώνονται και βάσει ερευνών σε επιχειρήσεις των κρατών – μελών της Ε.Ε, οι οποίες παρουσιάζουν αυξημένες επενδύσεις στο εν λόγω πεδίο.Στο τελευταίο υπό εξέταση επίπεδο, παρατηρούμε, ότι η επαγγελματική κατάρτιση, έχει θετική συνεισφορά σε ολόκληρη την οικονομία, καθώς οδηγεί σε ένα υψηλό επίπεδο δεξιοτήτων, σε αυξημένη απασχόληση και φορολογικά έσοδα. Επιπλέον, υφίσταται και κοινωνική διάσταση, υπό την έννοια ότι πέραν των οικονομικών ωφελειών, οι θετικές επιπτώσεις αφορούν και την κοινωνία ως σύνολο, συμβάλλοντας στην μείωση της εγκληματικότητας, την κοινωνική συνοχή, την αλληλεγγύη μεταξύ των γενεών κ.τ.λ. Οι έρευνες που έχουν γίνει στις χώρες της Ε.Ε, δείχνουν ότι υπάρχουν διαφοροποιήσεις στις δαπάνες που πραγματοποίησαν τα κράτη – μέλη για την επαγγελματική κατάρτιση, τις περιόδους πριν και μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας, με την Ευρώπη σαν σύνολο να μην αφιερώνει σημαντικό τμήμα του προϋπολογισμού της για επενδύσεις στο πεδίο αυτό.Η πληθώρα αυτή των ωφελειών, που αποκομίζουν τα άτομα, οι επιχειρήσεις και σαν σύνολο οι εθνικές οικονομίες από την επένδυση στην επαγγελματική κατάρτιση, καθιστά επιτακτική την ανάγκη διαμόρφωσης των σχετικών συστημάτων. Η διαμόρφωση αυτή, θα πρέπει να τα καταστήσει περισσότερο ευέλικτα, ποιοτικά, εύκολα προσβάσιμα καθώς και αποτελεσματικά, έτσι ώστε να διατηρήσει η Ευρώπη την ανταγωνιστικότητά της και την πολύ σημαντική θέση που κατέχει παγκοσμίως, όσον αφορά το συγκεκριμένο πεδίο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο και μέσω της ζωτικής σημασίας συνεργασίας των ενδιαφερόμενων μερών, θα καταστεί δυνατό να αντιμετωπίσει τις διάφορες προκλήσεις, που λόγω της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κρίσης, έχουν γίνει ακόμα πιο έντονες.
|
---|