Abstract : | Η χρηματοοικονομική μόχλευση αποτελεί μια έννοια, άρρηκτα συνδεδεμένη με τη λειτουργία των χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων, και ειδικότερα των επιχειρήσεων του τραπεζικού τομέα. Συνδέεται άμεσα με το δανεισμό μιας τράπεζας και αναφέρεται ουσιαστικά στον τρόπο με τον οποίο το ίδρυμα χρησιμοποιεί το δανεισμό αυτό. Δεδομένης, δε, της φύσης των τραπεζικών ιδρυμάτων ως λήπτες καταθέσεων, διαπιστώνουμε την ισχυρή σχέση που δημιουργείται ανάμεσα στα ιδρύματα και τη μόχλευσή τους. Για το λόγο αυτό έχουν αναπτυχθεί αρκετά υποδείγματα, με σκοπό την εύρεση της άριστης κεφαλαιακής διάρθρωσης ενός χρηματοπιστωτικού οργανισμού, μερικά από τα οποία αναπτύσσονται στο πρώτο κεφάλαιο της εργασίας αυτής. Στα υποδείγματα αυτά προσδιορίζονται επίσης το άριστο μέγεθος του χρέους, το άριστο μέγεθος των Ιδίων Κεφαλαίων και, κατ’ επέκταση, το άριστο επίπεδο χρηματοοικονομικής μόχλευσης. Η έννοια της μόχλευσης των χρηματικών κεφαλαίων ενός χρηματοοικονομικού οργανισμού συνδέεται άμεσα και με τη ρευστότητα του οργανισμού, η οποία αποτελεί το σύνολο των ρευστών διαθεσίμων και των εύκολα ρευστοποιήσιμων στοιχείων του οργανισμού. Η ρευστότητα αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κομμάτια της δομής ενός χρηματοοικονομικού ιδρύματος, καθώς συμβάλλει ουσιαστικά στην αντιμετώπιση των υποχρεώσεών του. Για το λόγο αυτό, ο κίνδυνος ρευστότητας αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους κινδύνους που καλείται να αντιμετωπίσει ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα. Στο δεύτερο κεφάλαιο της εργασίας αυτής ερευνάται, επομένως, ο κίνδυνος ρευστότητας, μέσα από την ανάλυση του περιβάλλοντός του, τα αίτια που τον προκαλούν, ενώ αναπτύσσονται τρόποι για την αναγνώριση, μέτρηση, παρακολούθηση και άμβλυνσή του. Εκτός αυτού, αναπτύσσεται και η συμβολή του treasury department των τραπεζών, καθώς το τμήμα αυτό είναι υπεύθυνο για τη διαχείριση των ρευστών διαθεσίμων σε μια τράπεζα. Ως επέκταση του κινδύνου ρευστότητας εξετάζεται και ο συστημικός κίνδυνος, καθώς είναι γεγονός ότι οι κίνδυνοι που επηρεάζουν ένα πιστωτικό ίδρυμα μεταφέρονται μέσω του τραπεζικού συστήματος και στα υπόλοιπα ιδρύματα. Κρίσιμες έννοιες στο θέμα αυτό αποτελούν η φερεγγυότητα ενός πιστωτικού ιδρύματος, η αναντιστοιχία ωρίμανσης ανάμεσα στα στοιχεία Ενεργητικού και Παθητικού, και τα διάφορα σπιράλ που αναπτύσσονται, όπως τα σπιράλ απωλειών και τα σπιράλ περιθωρίων. Στο τρίτο κεφάλαιο της εργασίας, επομένως, αναπτύσσονται θέματα συστημικού κινδύνου, ενώ εξετάζονται και η έννοια της προκυκλικότητας στην οικονομία και οι αναπτυσσόμενες αγορές. Η χρηματοοικονομική μόχλευση συνετέλεσε ιδιαίτερα και στην πρόσφατη χρηματοοικονομική κρίση, καθώς οι εμπλεκόμενοι οργανισμοί χρησιμοποίησαν πολύ περισσότερη μόχλευση από αυτή που μπορούσαν να υποστηρίξουν. Στο τέταρτο κεφάλαιο της εργασίας αυτής αναλύονται τα αίτια της κρίσης, ενώ σημαντικό κομμάτι αποτελεί και η διαδικασία της απομόχλευσης, στην οποία οδηγήθηκε το υπερ-μοχλευμένο τραπεζικό σύστημα. Πιο συγκεκριμένα, αναπτύσσονται οι δυσκολίες της απομόχλευσης για το σύστημα, η ανάγκη για αλλαγή του επιχειρησιακού μοντέλου των τραπεζών και οι συστημικές επιπτώσεις της απομόχλευσης. Τέλος, στο πέμπτο και τελευταίο κεφάλαιο αναπτύσσεται το σημαντικό θέμα της χρηματοοικονομικής εποπτείας. Αναλύεται αρχικά η ύπαρξη και ο ρόλος της Επιτροπής της Βασιλείας, καθώς η Επιτροπή αυτή καθορίζει το μεγαλύτερο κομμάτι της προληπτικής εποπτείας των τραπεζών. Έπειτα, αναφέρονται εν συντομία οι απόψεις διαφόρων χρηματοοικονομικών φορέων πάνω σε θέματα εποπτείας, με αφορμή την προσπάθεια επανόρθωσης από τη χρηματοοικονομική κρίση και την οικοδόμηση ενός καινούριου συνόλου εποπτικών και ρυθμιστικών πλαισίων. Συμπερασματικά, προσπάθεια του κειμένου που ακολουθεί είναι η αποτύπωση της καίριας σημασίας της μόχλευσης στο τραπεζικό σύστημα και η παράλληλη απεικόνιση, τόσο των παραγόντων που εξαρτώνται από αυτή, όσο και των παραγόντων που την επηρεάζουν
|
---|