Abstract : | Στόχος της παρούσας έρευνας είναι να εξετάσει τους παράγοντες που καθορίζουν την αξία κεφαλαιοποίησης των πιστωτικών ιδρυμάτων και συγκεκριμένα παραγόντων που κατά το παρελθόν έχουν διαπιστωθεί να είναι σημαντικοί, ενώ παράλληλα εξετάζονται και παράγοντες που δεν έχουν ελεγχθεί σε σχέση με τα πιστωτικά ιδρύματα. Για να διερευνηθεί ο παραπάνω στόχος χρησιμοποιήθηκαν δεδομένα από όλες τις τράπεζες 26 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την περίοδο 2010-2015. Με την συγκεκριμένη έρευνα, εξετάζεται η προβλεπτική δύναμη του μοντέλου EBVC, του μεγέθους των τραπεζών και των μεταβολών σε έσοδα και πλήθος μετοχών σε κυκλοφορία. Επίσης, διάκριση γίνεται και σε ένα παράγοντα του μοντέλου EBVC, τα καθαρά κέρδη, όπου μελετώνται στοιχεία που το διαμορφώνουν και έχει αποδειχθεί ότι αποτελούν σημαντικούς προσδιοριστικούς παράγοντες. Έτσι, διαχωρίζουμε τα καθαρά κέρδη στα κέρδη προ κερδών/ζημιών από εμπορικές επενδύσεις και τα κέρδη/ζημιές από εμπορικές επενδύσεις. Διαπιστώθηκε ότι ο διαχωρισμός των λογιστικών κερδών στα επιμέρους συστατικά του έχει υψηλότερη προβλεπτική ικανότητα από ότι η συνολική εξέταση των καθαρών κερδών. Επιπλέον, τα εμπειρικά ευρήματά μας έδειξαν ότι η προσθήκη στο μοντέλο EBVC του ποσοστού μεταβολής των εσόδων και του ποσοστού μεταβολής των μετοχών αυξάνει το πληροφοριακό περιεχόμενο του μοντέλου μας. Επίσης, καταλήξαμε ότι καθοριστικοί παράγοντες για την αξία κεφαλαιοποίησης των τραπεζών είναι τα καθαρά κέρδη, τα κέρδη προ κερδών/ζημιών από χρεόγραφα-τίτλους, η λογιστική αξία των ιδίων κεφαλαίων, το μέγεθος των πιστωτικών ιδρυμάτων καθώς και το ποσοστό μεταβολής των μετοχών. Όλοι οι παραπάνω παράγοντες έχουν μάλιστα θετική επίδραση στην αποτίμηση των τραπεζικών μετοχών. Αντίθετα, τα κέρδη/ζημιές από χρεόγραφα και η μεταβολή των εσόδων δεν διαπιστώθηκε να είναι σημαντικοί παράγοντες για την αγοραία αξία των πιστωτικών ιδρυμάτων.
|
---|