Abstract : | Έχει παρατηρηθεί ότι, η μη επαρκής απελευθέρωση των αγορών οδηγεί σε στρεβλώσεις, οι οποίες οδηγούν σε ανάληψη διοικητικών μέτρων από τις κυβερνήσεις για την συγκράτηση των τιμών. Η παρέμβαση του κράτους στην εύρυθμη λειτουργία των αγορών μπορεί να οδηγήσει σε επιδείνωση της επιχειρηματικότητας και μείωση των επενδύσεων, αποκομώντας μόνο προσωρινά οφέλη στον έλεγχο του πληθωρισμού. Αντίθετα με τη διαδεδομένη άποψη ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση απαγορεύει τη διατίμηση, η μέθοδος αυτή επιτρέπεται σε πολύ μεγάλο βαθμό. Σήμερα, υπάρχουν αγορανομικές διατάξεις που επιτρέπουν την επιβολή πλαφόν στις παιδικές τροφές, στα φάρμακα και στα οπωροκηπευτικά. Βάσει της κοινοτικής νομοθεσίας (συνθήκη της Ε.Ε. άρθρα 28 και 29 και σχετική νομολογία του ευρωδικαστηρίου), η μόνη προϋπόθεση που τίθεται είναι ότι δεν θα παραβιάζεται η αρχή της «ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων». Αυτό σημαίνει ότι το κράτος που θέλει να επιβάλει ένα πλαφόν πρέπει πρώτα να διερευνήσει ποιο είναι το κόστος παραγωγής του ίδιου ή παρόμοιων προϊόντων στα υπόλοιπα κράτη, και ποια είναι η τιμή χονδρικής και λιανικής. Στη συνέχεια αν δει ότι στην Ελλάδα είναι αδικαιολόγητα πιο ακριβό, μπορεί να ορίσει «πλαφόν» σε έστω και οριακά ανώτερη τιμή (χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το πλαφόν στα φάρμακα). Τέτοιες πρακτικές αποφεύγονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, καθώς ισοδυναμούν με ομολογία της αποτυχίας του κράτους να εγγυηθεί την εύρυθμη λειτουργία της ελεύθερης αγοράς.Ενώ κατά τον Edgeworth το ανταγωνιστικό σύστημα οδηγεί σε ισορροπία ανεξάρτητα από τις τιμές των αγαθών, κατά τον Walras η ισορροπία καθορίζεται από τις αγοραίες σχέσεις. Επομένως, στις ανταγωνιστικές αγορές οι δυνάμεις της προσφοράς και της ζήτησης είναι εκείνες που προσδιορίζουν το επίπεδο των τιμών των αγαθών. Πολλές φορές, όμως, παρατηρείται κρατική παρέμβαση στο ανταγωνιστικό σύστημα της αγοράς (στο μηχανισμό της προσφοράς και της ζήτησης) με ρυθμίσεις και ελέγχους των τιμών προκειμένου να προστατευτεί το εισόδημα ορισμένων ατόμων (αγρότες, κ.ά.) ή ακόμα και μέσω της νομοθεσίας για την ασφάλεια των εργαζομένων. Η Ρυθμιστική Πολιτική αποβλέπει στην ex ante ρύθμιση τιμών ή άλλων επιλογών των επιχειρήσεων και στόχο έχει την κατά το δυνατόν αποτελεσματική λειτουργία της αγοράς και αύξηση της ευημερίας των καταναλωτών.Οι παρεμβάσεις, όμως, αυτές αλλοιώνουν την αυτόματη προσαρμογή των τιμών με αποτέλεσμα να επηρεάζεται η σταθερότητα των τιμών και η κατανομή των πόρων μέσω της ενθάρρυνσης ή αποθάρρυνσης παραγωγής ορισμένων αγαθών.Οι έλεγχοι των τιμών επιβάλλονται με τον προσδιορισμό κατώτατων ή ανώτατων επιτρεπόμενων τιμών. Η επιβολή ανώτατης τιμής γίνεται, συνήθως, όταν η έλλειψη ενός αγαθού δημιουργεί κινδύνους για εκτίναξη της τιμής σε πολύ υψηλά επίπεδα.Θα πρέπει να τονιστεί ότι, όταν δεν συντρέχουν ανώμαλες καταστάσεις (π.χ. περίπτωση πολέμου),η κρατική παρέμβαση στην αγορά αγαθού στην αγορά αγαθού θα πρέπει να αποφεύγεται, διότι δημιουργεί στρέβλωση στο σύστημα των τιμών και διαταράσσει τον ελεύθερο μηχανισμό της προσφοράς και της ζήτησης αγαθών. Άλλωστε το κράτος έχει στη διάθεσή του άλλες μεθόδους για την ενίσχυση των εισοδημάτων ορισμένων κοινωνικών τάξεων (π.χ. επιδοτήσεις, ελάφρυνση από φορολογία κ.ά.).Από άποψης αποτελεσματικότητας, ένα προσεκτικά επιλεγμένο σύστημα φόρων και επιδοτήσεων μπορεί να επιτύχει ό,τι ακριβώς επιδιώκεται με τους ελέγχους των τιμών και μάλιστα με πιθανότητα ελαχιστοποίησης των ανεπιθύμητων επιδράσεων στη χρήση των πόρων και την ανάπτυξη της οικονομίας.
|
---|