Abstract : | Ο όρος “στρατηγική εμπορική πολιτική” δεν είναι απόλυτα αυτονόητος και διάφοροι ερευνητές έχουν χρησιμοποιήσει τον όρο με ελαφρώς διαφορετικούς τρόπους. Η ακαδημαϊκή χρήση του όρου “στρατηγική εμπορική πολιτική” διαφέρει από τη χρήση του όρου στη πολιτική όπου έχει τουλάχιστο δύο έννοιες. Πρώτον, κάποιες φορές αναφέρεται στη εμπορική πολιτική που έχει στρατιωτικές συνέπειες και δεύτερον, ο όρος στρατηγικός κάποιες φορές γίνεται συνώνυμος του σημαντικός δηλαδή, η εμπορική πολιτική απευθυνόμενη σε βιομηχανίες που για κάποιο λόγο θεωρούνται σημαντικές. Εν προκειμένω ,προσδιορίζεται σαν την εμπορική πολιτική που προϋποθέτει αμοιβαία αναγνωρίσιμη στρατηγική αλληλεξάρτηση μεταξύ των επιχειρήσεων. Πιο επίσημα, τα κέρδη κάθε επιχείρησης πρέπει να επηρεάζονται άμεσα από τις στρατηγικές επιλογές των άλλων επιχειρήσεων και αυτό πρέπει να είναι γνωστό στις ίδιες τις επιχειρήσεις. Έτσι δεν θα μπορούσε να προκύψει στρατηγική εμπορική πολιτική κάτω από συνθήκες τέλειου ανταγωνισμούΗ ανάλυση της στρατηγικής εμπορικής πολιτικής είναι μέρος μιας ευρύτερης έρευνας η οποία είναι πολύ ενεργή από τις αρχές τις δεκαετίας του ’80. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου οι οικονομολόγοι διεθνούς εμπορίου προσπάθησαν να ενσωματώσουν το ολιγοπώλιο και άλλες μορφές ατελούς ανταγωνισμού σε μια επίσημη ανάλυση διεθνούς εμπορίου και εμπορικής πολιτικής έτσι ώστε να έρθουν σε επαφή με σημαντικά εμπειρικά συμπεράσματα και πολιτικές ανησυχίες. Η παραδοσιακή θεωρία διεθνούς εμπορίου που βασίζεται στον τέλειο ανταγωνισμό δεν εξηγεί αποτελεσματικά φαινόμενα όπως το ενδοκλαδικό εμπόριο και το υψηλής έντασης εμπόριο που αναπτύσσεται μεταξύ όμοιων χωρών. Επιπλέον, τέτοια μοντέλα απέτυχαν να ενσωματώσουν επιτυχώς κάποιες σημαντικές έννοιες, όπως τις αυξανόμενες οικονομίες κλίμακας, το ‘learning by doing’, την έρευνα και ανάπτυξη. Η επεξεργασία αυτών των θεμάτων απαιτεί ατελή ανταγωνισμό. Το ολιγοπώλιο αποδείχτηκε να έχει ιδιαιτέρως σημαντικές επιπτώσεις επειδή επιτρέπει στην εμπορική πολιτική να έχει έναν επιπρόσθετο ρόλο, μη υπαρκτό κάτω από άλλες δομές αγοράς. Στις θεωρίες του Ricardo και Heckscher-Ohlin τα πρότυπα του εμπορίου βασίζονταν σε διαφορές είτε στην αποτελεσματικότητα είτε στους παραγωγικούς συντελεστές μεταξύ των εμπορευόμενων χωρών. Αυτές οι θεωρίες, παρόλο που παρέχουν σημαντικά συμπεράσματα για την εξήγηση συγκεκριμένων χαρακτηριστικών σχετικά με τη σύνθεση και τη κατεύθυνση του εμπορίου , δυσκολεύονται στην εξήγηση δύο σημαντικών θεμάτων της θεωρίας του εμπορίου. Από τη δεκαετία του ’70, ήταν εμφανές, χάρη στις εμπειρικές έρευνες που ξεκίνησαν από τον Balassa (1967) Kravis (1971) and Grubel and Lloyd (1975), ότι μεγάλη ένταση εμπορίου γινόταν μεταξύ αναπτυγμένων, βιομηχανικών χωρών. Πάνω από το 70% των συνολικών εξαγωγών των αναπτυγμένων χωρών είχαν προορισμό αγορές παρόμοια αναπτυγμένων χωρών. Αυτό έρχεται σε τέλεια αντίθεση με τις προβλέψεις των Ricardo και Heckscher-Ohlin, οι οποίοι θα προέβλεπαν ότι η ένταση του εμπορίου μεταξύ αναπτυγμένων χωρών θα ήταν μόνο ένα μικρό ποσοστό του Α.Ε.Π τους. Δεύτερον, τα ίδια στατιστικά αποκαλύπτουν ότι ένα μεγάλο ποσοστό του εμπορίου είναι ενδοκλαδικό δηλαδή εμπόριο με παρόμοια αλλά όχι ίδια προϊόντα. Αυτό το σημαντικό χαρακτηριστικό του εμπορίου, ιδιαίτερο στις αναπτυγμένες χώρες, δεν μπορεί να συλληφθεί από τις συμβατικές θεωρίες οι οποίες υποθέτουν ομοιογενή προϊόντα. Έτσι, οι μελετητές του διεθνούς εμπορίου κατέληξαν στο ότι το εμπόριο μεταξύ βιομηχανικών χωρών δεν θα μπορούσε επαρκώς να εξηγηθεί από τις συμβατικές θεωρίες του συγκριτικού πλεονεκτήματος και γιατί μεγάλο μέρος του παγκόσμιου εμπορίου γίνεται μεταξύ χωρών με παρόμοιους παραγωγικούς συντελεστές και γιατί το μεγαλύτερο μέρος είναι ενδο-κλαδικού χαρακτήρα, δηλαδή, εμπόριο δύο κατευθύνσεων σε παρόμοια προϊόντα. Υπάρχουν πολλά είδη ατελούς ανταγωνισμού που διαφέρουν από τη σκοπιά της εφαρμογής και στις μορφές ανάλυσης. Το μονοπώλιο είναι το απλούστερο, από τη στιγμή που αποφεύγει τις δυσκολίες της θεωρίας παιγνίων. Οι καταναλωτές δρουν σαν λήπτες τιμών και η συμπεριφορά τους καθορίζει το οικονομικό περιβάλλον του μονοπωλητή, δηλαδή τη καμπύλη ζήτησης, πάνω στην οποία ο μονοπωλητής μετά μεγιστοποιεί το όφελός του. Το επόμενο είδος είναι ο μονοπωλιακός ανταγωνισμός ο οποίος έχει αναλυθεί ιδιαίτερα (Krugman, Dixit & Norman, Lancaster, Helpman) και το χαρακτηριστικό αυτής της ανάλυσης είναι η προσπάθεια διαχωρισμού ανάμεσα στο ενδοκλαδικό εμπόριο, βασισμένο στη διαφοροποίηση των προϊόντων και στις οικονομίες κλίμακας και στο εμπόριο που εξηγείται από τις συνήθεις εκτιμήσεις των παραγωγικών συντελεστών. Τέλος, η περίπτωση του ολιγοπωλίου είναι εννοιολογικά και αναλυτικά η πιο δύσκολη. Έχει αναλυθεί ιδιαίτερα είτε ως Cournot είτε ως Bertrand ολιγοπώλιο από τους Markusen, Brander& Spencer, Krugman, Krishna και άλλους. Αυτός θα είναι και ο διαχωρισμός που θα ακολουθηθεί στη συνέχεια και βασιζόμενη στις διάφορες μορφές ατελούς ανταγωνισμού θα αναπτύξω την εμπορική πολιτική και κατ’επέκταση τα εργαλεία αυτής που χρησιμοποιούνται σε κάθε περίπτωση (δασμός επί της ποσότητας, δασμός επί της αξίας, επιδοτήσεις, ποσοστώσεις, ποσοτικοί περιορισμοί κ.λπ.)
|
---|