Περίληψη : | Στην παρούσα διπλωματική εργασία παρουσιάζεται η σχέση μεταξύ της ποιότητας των λογιστικών κερδών σε συνδυασμό με τα άυλα στοιχεία του ενεργητικού. Συγκεκριμένα, η εν λόγω εργασία ασχολείται κυρίως με το νοητικό κεφάλαιο το οποίο αποτελεί ένα άυλο πάγιο που δεν αποτυπώνεται στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις των εταιρειών αλλά έχει απασχολήσει και προβληματίσει αρκετά τους ερευνητές κατά τα τελευταία έτη λόγω της πολυπλοκότητάς του. Παρόλο το έντονο ερευνητικό ενδιαφέρον, δεν έχει καταστεί σαφής ο ορισμός της ποιότητας των λογιστικών κερδών αλλά έχουν διακριθεί ορισμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά τα οποία θα πρέπει να διέπουν τα λογιστικά κέρδη προκειμένου να μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι είναι ποιοτικά. Η βιβλιογραφία συγκλίνει στο συμπέρασμα ότι τα κέρδη μπορούν να χαρακτηριστούν ως ποιοτικά όταν είναι προβλέψιμα, διατηρήσιμα, μη χειραγωγημένα μέσω των δεδουλευμένων και όταν αναγνωρίζονται έγκαιρα οι ζημιές της εκάστοτε επιχείρησης. Στην παρούσα εργασία αναλύονται σε βάθος τα παραπάνω ποιοτικά χαρακτηριστικά, όμως το ερευνητικό κομμάτι εστιάζει στο μέγεθος των δεδουλευμένων λογιστικών κερδών που έχουν χειραγωγηθεί. Από την άλλη μεριά, προκειμένου οι επιχειρήσεις να επιτύχουν λογιστικά κέρδη και να διακριθούν μεταξύ των ανταγωνιστών στην αγορά, θα πρέπει να επενδύσουν στο άυλο περιουσιακό στοιχείο που ονομάζεται νοητικό κεφάλαιο. Ένα από τα σημαντικότερα συστατικά στοιχεία του νοητικού κεφαλαίου, είναι το μέγεθος του κεφαλαίου σε έξοδα έρευνας και ανάπτυξης (R&D). Για το λόγο αυτό, το βασικό στοιχείο που έχει χρησιμοποιηθεί και αναλυθεί εις βάθος στην εν λόγω έρευνα, αποτελεί το μέγεθος του κεφαλαίου εξόδων έρευνας και ανάπτυξης συνδυαστικά με το μέγεθος των δεδουλευμένων κερδών που έχουν χειραγωγηθεί. Συγκεκριμένα, ερευνάται η συσχέτιση μεταξύ των δύο στην περίπτωση των αγγλικών εισηγμένων εταιρειών για το διάστημα 12 ετών, με τη χρήση δύο αξιόπιστων οικονομετρικών μοντέλων. Τα στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν στην μελέτη έχουν αντληθεί από τη βάση δεδομένων Datastream και έχουν αναλυθεί μέσω του στατιστικού εργαλείου Stata. In this thesis, we explore the relationship between the quality of accounting earnings in combination with the intangible assets of a company. Specifically, this thesis primarily focuses on intellectual capital, which even though it constitutes an unreported intangible asset, it has gathered significant attention and concern among researchers in recent years due to its complexity. Despite researchers’ extensive interest, the definition of earnings quality remains unclear, but certain qualitative characteristics have been identified to govern accounting earnings to be considered as high quality. The literature converges on the conclusion that earnings can be deemed high quality when they are predictable, sustainable, not manipulated through accruals, and when losses are recognized promptly. This study delves deeply into these qualitative characteristics, with a particular focus on the extent of manipulated accounting earnings. On the other hand, for businesses to achieve accounting earnings and distinguish themselves in the market, they must invest in the intangible asset known as intellectual capital. One of the most important components of intellectual capital is the capitalization of research and development (R&D) expenses. Therefore, this research primarily examines the size of R&D capital in conjunction with the size of manipulated accounting earnings. Specifically, the study analyzes the relationship between these two factors for English listed companies over a 12-year period using two reliable econometric models. The data used in the study were drawn from the Datastream database and analyzed using the statistical tool Stata.
|
---|