Περίληψη : | Η παρούσα εργασία επιχειρεί να διεξάγει μία ενδελεχή ανάλυση στην αγορά των μετοχικών αμοιβαίων κεφαλαίων των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής. Στοχεύουμε σε τέσσερις άξονες, με συνολική περίοδο εξέτασης από τον Οκτώβριο 2013 έως τον Αύγουστο 2023. Αρχικά εξετάζουμε, εκ νέου, τις επιδόσεις των αμοιβαίων κεφαλαίων, χρησιμοποιώντας ένα δείγμα που δεν υπόκειται στο σφάλμα επιβίωσης 2079 κεφαλαίων. Τα υποδείγματα που χρησιμοποιούμε για την παραπάνω μελέτη είναι τα μοντέλα του ενός δείκτη, 3-παραγόντων (Fama-French, 1993), και 4-παραγόντων (Carhart, 1997). Στη συνέχεια ερευνούμε εάν διάφοροι παράγοντες επηρεάζουν την προσαρμοσμένη βάσει κινδύνου απόδοση. Ο τρίτος άξονας στοχεύει να μελετήσει τη διαφορά των επιδόσεων μεταξύ κεφαλαίων ενεργούς διαχείρισης και κεφαλαίων παθητικής διαχείρισης. Τέλος, προσπαθούμε να εξετάσουμε αν υφίσταται επαναληπτικότητα στις επιδόσεις των κεφαλαίων. Από τα αποτελέσματα μας φαίνεται πως οι επιδόσεις των αμοιβαίων κεφαλαίων υπολείπονται έναντι των επιδόσεων των δεικτών αναφοράς. Όσον αφορά την εξέταση των σχέσεων διαφόρων παραγόντων με την προσαρμοσμένη ως προς τον κίνδυνο απόδοση, βρίσκουμε ότι τρεις εκ των παραγόντων (έξοδα προμηθειών, καθαρό συνολικό ενεργητικό, βαθμολόγηση της Lipper) εμφανίζουν στατιστικά σημαντική σχέση με τις αποδόσεις (αρνητική, θετική, θετική, αντιστοίχως), ανεξαρτήτως υποδείγματος ή περιόδου εξέτασης. Οι υπόλοιποι δύο παράγοντες (ηλικία κεφαλαίων, ροές κεφαλαίων) παρουσιάζουν ανάμεικτα αποτελέσματα, όπου ανάλογα με το υπόδειγμα ή την περίοδο, η σχέση αυτών των παραγόντων με τις αποδόσεις αλλάζει ή πλέον τα αποτελέσματα δεν είναι στατιστικά σημαντικά. Επίσης, ενδιαφέρον προκάλεσαν τα ευρήματα σχετικά με τη σύγκριση των επιδόσεων κεφαλαίων ενεργούς διαχείρισης και παθητικής διαχείρισης, καθώς ελάχιστες είναι οι έρευνες που έχουν διεξαχθεί στο παρελθόν και αφορούν την εξέταση του συγκεκριμένου πεδίου. Βρήκαμε πως μία στρατηγική αγοράς του χαρτοφυλακίου κεφαλαίων ενεργούς διαχείρισης και πώλησης του χαρτοφυλακίου κεφαλαίων παθητικής διαχείρισης, δημιουργεί αρνητικές αποδόσεις προσαρμοσμένες στον κίνδυνο. Τέλος, τα αποτελέσματα μας αναφορικά με την επαναληπτικότητα των επιδόσεων των κεφαλαίων είναι ανάμεικτα. Χρησιμοποιώντας τη μεθοδολογία του Carhart (1997) βρίσκουμε λίγες ενδείξεις σχετικά με τη διατήρηση των επιδόσεων, ενώ χρησιμοποιώντας τη μεθοδολογία του Malkiel (1995) βρίσκουμε ότι υπάρχει σημαντική διατήρηση των επιδόσεων μεταξύ δύο διαδοχικών ετών για την ίδια περίοδο. This paper attempts to conduct a thorough analysis of the US equity mutual fund industry. Our research is divided into four parts with a total examination period from October 2013 to August 2023. We first examine the performance of mutual funds, using a survivorship bias-free sample that consists of 2079 funds. The models we use are the single index model, the 3-factor and 4-factor models. We also study the determinants of the performance of US equity mutual funds. The third aspect of this paper seeks to examine the difference on performance between actively managed and passively managed mutual funds. Finally, we try to examine whether mutual fund performance persists. Our results suggest that mutual funds underperform passive benchmarks overall. Regarding the influence of fund characteristics on risk-adjusted returns, we find that three of them (expense ratio, total net assets, lipper rating) show a statistically significant relation (negative, positive, positive, respectively). The other two characteristics (age, fund flows) show mixed results where, depending on the model or period, the relationship of these factors with returns changes or the results are no longer significant. Also of interest were the findings regarding the comparison of the performance of actively managed and passively managed funds, as there is little research that has been conducted and concerns the examination of this field. We find that a strategy of buying the portfolio of actively managed funds and selling the portfolio of passively managed funds generates negative risk-adjusted returns. Finally, our results regarding the persistence in fund performance are mixed. Using Carhart’s (1997) methodology, we find little evidence of performance persistence, while using Malkiel’s (1995) methodology, we find significant performance persistence between two consecutive years for the same period.
|
---|