Περίληψη : | Η ασύμμετρη συμπεριφορά του κόστους (ή ασυμμετρία κόστους) αποτελεί ένα ταχέως εξελισσόμενο και δυναμικό πεδίο στο πλαίσιο της σύγχρονης έρευνας στο γνωστικό πεδίο της λογιστικής κόστους. Η κλασσική θεώρηση για την συμπεριφορά κόστους βασίζεται στην δίακριση του κόστους σε σταθερά και μεταβλητά, όπου τα κόστη αυτά κινούνται γραμμικά ως προς τις μεταβολές του όγκου δραστηριότητας, δίχως να λαμβάνουν υπόψη την κατεύθυνση του. Ωστόσο, η ασύμμετρη συμπεριφορά του κόστους αποτελεί ένα εναλλακτικό πρότυπο συμπεριφοράς του κόστους, όπου τα διοικητικά στελέχη έχουν ρόλο στον επηρεασμό του με τις αποφάσεις τους. Ειδικότερα, η ασυμμετρία κόστους προέρχεται από ηθελημένες διοικητικές αποφάσεις να μειώσουν το επίπεδο απασχόλησης των παραγωγικών συντελεστών λιγότερο από όσο θα ήταν αναμενόμενο λαμβάνοντας υπόψη τη μείωση στο επίπεδο της οικονομικής δραστηριότητας.Η εμπειρική έρευνα για την ασύμμετρη συμπεριφορά του κόστους χωρίζεται συνήθως σε δύο κύρια ρεύματα: (i) στον εντοπισμό παραγόντων που επηρεάζουν την ένταση και την κατεύθυνση της ασυμμετρίας του κόστους και (ii) στην εξέταση των συνεπειών της ασυμμετρίας του κόστους στη συμπεριφορά των κερδών και άλλων οικονομικών φαινομένων. Η τρέχουσα διδακτορική διατριβή στοχεύει στη διάχυση έρευνας σε αμφότερα τα ερευνητικά ρεύματα, αντιμετωπίζοντας τα εξής ερευνητικά ερωτήματα: (i) Ποιες είναι οι επιδράσεις της στενότητας επιχειρησιακών πόρων στην εκδήλωση της ασύμμετρης συμπεριφοράς κόστους; (ii) Η ασυμμετρία κόστους αυξάνει την πιθανότητα μελλοντικής επιχειρηματικής αποτυχίας; (iii) Η ασυμμετρία κόστους μέσα από διοικητικές αποφάσεις επηρεάζει την σχέση αποδοτικότητας με το κεφάλαιο κίνησης; Τα δύο πρώτα ερευνητικά ερωτήματα ευρίσκονται σε αντιστοιχία με τα δύο κύρια ερευνητικά ρεύματα της εμπειρικής έρευνας στο πλαίσιο της ασύμμετρης συμπεριφοράς κόστους. Το τρίτο ερευνητικό ερώτημα επιχειρεί να εξετάσει την ασύμμετρη συμπεριφορά κόστους πέραν του δίπολου αιτίας ή αιτιατού υπό την έννοια ότι η εκδήλωση της ασυμμετρίας κόστους είναι δυνατόν να επηρεάσει το τρόπο με οποίο εκδηλώνονται η σχέση που αναπτύσσουν μεταξύ τους άλλες οικονομικές μεταβλητές στο πλαίσιο των επιχειρηματικών οργανισμών.Το Κεφάλαιο II παρουσιάζει τη βιβλιογραφική ανασκόπηση και καθορίζει τους ερευνητικούς στόχους της διατριβής. Η ενότητα της βιβλιογραφικής ανασκόπησης του Κεφαλαίου ΙΙ αναλύει το φαινόμενο της ασύμμετρης συμπεριφοράς του κόστους και δίνει έμφαση στα δύο κύρια ρεύματα της σύγχρονης εμπειρικής έρευνας στην ασυμμετρία κόστους.Αναλύοντας τα ευρήματα προηγούμενων μελετών δίνεται η δυνατότητα καθορισμού των στόχων της διατριβής. Η ενότητα του Κεφαλαίου ΙΙ που αναφέρεται στους ερευνητικούς στόχους καταγράφει τη σημασία εξερεύνησης των ερευνητικών θεμάτων που αναλύονται στην συγκεκριμένη διατριβή κάνοντας παράλληλα αντιστοίχιση στις δύο κύριες κατευθύνσεις. Συγκεκριμένα, αυτή η διατριβή σκοπεύει να διερευνήσει αν η χρηματοοικονομική δυσχέρεια αποτελεί πιθανό παράγοντα καθορισμού της έντασης και της κατεύθυνσης της ασυμμετρίας του κόστους, καθώς και αν η ασυμμετρία του κόστους έχει δυνατότητα πρόβλεψης φαινομένων εταιρικής χρεοκοπίας ή λογιστικής απάτης. Επιπλέον, η διατριβή αυτή επιχειρεί να διερευνήσει την επίδραση της ασυμμετρίας του κόστους στη σχέση κεφαλαίου κίνησης και επιχειρηματικής απόδοσης.Το Κεφάλαιο III εξετάζει τον αντίκτυπο της χρηματοοικονομικής δυσχέρειας στην ένταση της ασύμμετρης συμπεριφοράς του κόστους. Η ασυμμετρία του κόστους είναι κατά κύριο λόγο αποτέλεσμα ηθελημένων διοικητικών αποφάσεων και αναδύεται μέσα από την διαφορετική αντίδραση των στοιχείων μεταβλητού κόστους μεταξύ αυξήσεων ή μειώσεων στο επίπεδο της λειτουργικής δραστηριότητας μιας επιχείρησης. Υψηλά επίπεδα χρηματοοικονομικής δυσχέρειας αυξάνουν το κόστος διατήρησης αδρανών παραγωγικών συντελεστών, μειώνουν την ένταση της ιδιοτελής διοικητικής συμπεριφοράς και επιδρούν αρνητικά στις προσδοκίες των διοικητικών στελεχών αναφορικά με το μελλοντικό ύψος των πωλήσεων. Για τους παραπάνω λόγους αναμένεται η χρηματοοικονομική δυσχέρεια να συνδέεται αρνητικά με την ένταση της ασυμμετρίας του κόστους. Το δείγμα δεδομένων μας αποτελείται από 88.624 ετήσιες παρατηρήσεις για εταιρείες που είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο των ΗΠΑ κατά την περίοδο 1990-2020. Τα εμπειρικά αποτελέσματα καταδεικνύουν ότι, κατά μέσο όρο, η χρηματοοικονομική δυσχέρεια μειώνει την ένταση της ασυμμετρίας του κόστους των εξόδων διοίκησης και διάθεσης καθώς και των λειτουργικών εξόδων. Επιπλέον ανάλυση επιβεβαιώνει τα αρχικά ευρήματα, υπό την συνθήκη της παρουσίας: (i) των κύριων παραγόντων της ασυμμετρίας του κόστους, (ii) της χειραγώγησης κερδών καθώς και (iii) επιπρόσθετων ποιοτικών εταιρικών χαρακτηριστικών. Επιπρόσθετα εμπειρικά ευρήματα επιβεβαιώνουν την αρνητική σχέση μεταξύ χρηματοοικονομικής δυσχέρειας και ασυμμετρίας του κόστους λαμβάνοντας υπόψη: (i) θέματα ενδογενείας και αιτιότητας, (ii) εναλλακτικές οικονομετρικές εξειδικεύσεις, (iii) διάφορα επίπεδα εταιρικής διακυβέρνησης και (iv) εναλλακτικά μέτρα χρηματοοικονομικής δυσχέρειας και ασυμμετρίας του κόστους.Το Κεφάλαιο IV εξετάζει την ικανότητας πρόβλεψης φαινομένων λογιστικής απάτης με βάση την ένταση της ασυμμετρίας κόστους όπως αυτή αποτυπώνεται σε καθιερωμένα μέτρα της. Τα διοικητικά στελέχη σε επιχειρήσεις με υψηλή ασυμμετρία κόστους έχουν υψηλά κίνητρα και ευκαιρίες προκειμένου να οδηγήσουν τις εταιρείες τους σε διενέργεια λογιστικών ατελειών. Η ασυμμετρία κόστους επηρεάζει αρνητικά τη λειτουργική και αγοραία αποδοτικότητα μιας επιχείρησης υπονομεύοντας παράλληλα τα διοικητικά οικονομικά οφέλη που συνδέονται με την οικονομική απόδοση της επιχείρησης. Προκειμένου να εξετασθεί η ικανότητα πρόβλεψης φαινομένων λογιστικής απάτης μέσω της ένταση της ασυμμετρίας κόστους, δόθηκε έμφαση σε αμερικάνικες επιχειρήσεις με παραποιημένες οικονομικές καταστάσεις (εταιρείες με Accounting and Auditing Enforcement Releases-AAERs) χρησιμοποιώντας ένα δείγμα 41.061 ετήσιων παρατηρήσεων κατά την περίοδο 1990-2020. Τα αποτελέσματα καταδεικνύουν πως η ασυμμετρία κόστους σχετίζεται θετικά με την πιθανότητα εμφάνισης φαινομένων λογιστικής απάτης. Τα εμπειρικά ευρήματά διατηρούν την ευρωστία του όταν λαμβάνονται υπόψη (i) την ένταση της παρουσία των κύριων παραγόντων της ασυμμετρίας κόστους και εναλλακτικών μέτρων αυτής, (ii) την ένταση της χειραγώγηση κερδών, (iii) την ένταση της χρηματοοικονομικής δυσχέρειας καθώς (iv) ζητήματα κόστους αντιπροσώπευσης και υπερβολικής αισιοδοξίας των διοικητικών στελεχών. Ωστόσο, τα εμπειρικά μας ευρήματα φαίνεται να εμφανίζονται κυρίως σε εταιρείες που χαρακτηρίζονται από υψηλό βαθμό παροδικότητας στα λογιστικά κέρδη τους .Το Κεφάλαιο V επικεντρώνεται στο πως η κατεύθυνση και η ένταση της ασυμμετρίας κόστους, όπως αυτές αποτυπώνονται σε καθιερωμένα μέτρα της ασυμμετρίας κόστους, δύναται να αξιοποιηθούν για την πρόβλεψη της πιθανότητας χρεοκοπίας μιας λογιστικής οντότητας. Η ύπαρξη ασυμμετρίας κόστους υποδηλώνει αυξημένες δαπάνες κόστους προσαρμογής, σηματοδοτώντας παράλληλα χαμηλότερη και πιο ευμετάβλητη κερδοφορία με αρνητικές αντιδράσεις από τη χρηματιστηριακής αγορά. Επιπλέον, η υψηλή ένταση ασυμμετρίας κόστους που οφείλεται σε ιδιοτελή συμπεριφορά των διοικητικών στελεχών αυξάνει δραματικά το ενδεχόμενο αναποτελεσματικής διαχείρισης των διαθεσίμων οικονομικών πόρων γεγονός το οποίο επιβαρύνει τη χρηματοοικονομική ευρωστία και αυξάνει την πιθανότητα χρεοκοπίας. Εν προκειμένω, έγινε η υπόθεση ότι οι παράγοντες που είναι υπεύθυνοι για την εμφάνιση του φαινομένου της ασυμμετρίας κόστους έχουν επίδραση στην πιθανότητα χρεοκοπίας μιας επιχείρησης. Αντλώντας 54.468 ετήσιες παρατηρήσεις εταιριών στις ΗΠΑ για την περίοδο 1990-2020, διαπιστώνουμε εμπειρικά πως το επίπεδο της ασυμμετρίας του κόστους αποτελεί έναν κρίσιμο παράγοντα για την πρόβλεψη χρεοκοπίαςτων εταιρειών. Τα ευρήματα διαπιστώνονται κυρίως σε εταιρείες που βιώνουν μικρές και μεσαίες μεταβολές στον όγκο των πωλήσεων τους και σε εταιρείες με υψηλά διοικητικά κίνητρα. Πρόσθετοι έλεγχοι ευρωστίας επιβεβαιώνουν ότι τα εμπειρικά αποτελέσματα δεν επηρεάζονται από (i) τις επιπτώσεις της χρηματοοικονομικής δυσχέρειας στην ένταση της ασυμμετρίας του κόστους, (ii) τη χρήση εναλλακτικών μέτρων της ασυμμετρίας του κόστους και (iii) την αξιοποίηση διαφορετικών δειγμάτων εταιρειών διαχωρίζοντας τις με βάση την ένταση στην ασυμμετρία κόστους τους.Τέλος, το Κεφάλαιο VI εξετάζει εάν η ασυμμετρία κόστους σχετίζεται θετικά με την αναποτελεσματική αξιοποίηση των επενδύσεων κεφαλαίου κίνησης και, για το λόγο αυτό, έχει αρνητικές επιδράσεις στην σχέση της αποδοτικότητας με το λειτουργικό κύκλο (και τα επιμέρους συνθετικά στοιχεία του). Τα εμπειρικά αποτελέσματα καταδεικνύουν πως το φαινόμενο της ασυμμετρίας κόστους έχει αρνητικές επιδράσεις στη σχέση μεταξύ των επενδύσεων σε κεφάλαιο κίνησης και της λειτουργικής απόδοσης για ένα δείγμα 63.495 παρατηρήσεων αμερικάνικων εισηγμένων επιχειρήσεων μεταξύ των ετών 1990 έως το 2020. Τα εμπειρικά ευρήματα επιβεβαιώνονται στην περίπτωση μη γραμμικής σύνδεσης του κεφαλαίου κίνησης και των λειτουργικών επιδόσεων και είναι πιο έντονα όταν μια επιχείρηση βιώνει μείωση των εσόδων από πωλήσεις στο πλαίσιο μιας επιθετικής πολιτικής κεφαλαίου κίνησης. Τα διάφορα επίπεδα χειραγώγησης των κερδών, οι διοικητικές ικανότητες και οι προσδοκίες για δυνατότητες ανάπτυξης δεν φαίνεται να έχουν ουσιαστικές επιπτώσεις στα εμπειρικά ευρήματα. Asymmetric cost behavior (or cost asymmetry) is a rapidly and dynamic research field within the context of contemporary cost accounting research. The traditional cost assumption is based on the microeconomic distinction of fixed versus variable costs, where costs move mechanistically with changes in volume, without considering the effect of direction. However, the asymmetric cost behavior is an alternative pattern of cost behavior where managers have an explicit role in affecting cost behavior with their deliberate decisions. More specifically, cost asymmetry arised from deliberate managerial commitment decisions to reduce resources less than expected, in the case of an activity decrease.The empirical research on asymmetric cost behavior is typically divided into two main streams: (i) identifying determinants of the intensity and the direction of cost asymmetry, and (ii) exploring the consequences cost asymmetry on earnings behavior and other economic phenomena. The current doctoral thesis aims to expand research in both of these streams by addressing the following research questions: (i) How does financial distress impact the intensity of asymmetric cost behavior? (ii) Does cost asymmetry increase the likelihood of future business failure and (iii) Does cost asymmetry affect the economic efficiency of managerial decisions on working capital? The first two research questions align with the main research streams in the context of asymmetric cost behavior. The third research question aims to explore asymmetric cost behavior beyond the cause-and-effect dichotomy, suggesting that the manifestation of cost asymmetry may influence the dynamics of relationships developed through other economic variables within the framework of business organizations.Chapter II illustrates the literature review and states the research motivation of the thesis. The literature review section of the chapter analyses the asymmetric cost behavior phenomenon and reviews prior findings of the two major streams of the contemporary empirical asymmetric cost behavior research. Prior empirical findings are critically analyzed to state the research motivation. The research motivation section of the chapter documents the research significance of exploring specific themes that correspond to different streams of asymmetric cost behavior inquiry. More specifically, this thesis intends to explore if financial distress a possible determinant of the intensity and the direction of cost asymmetry, and if cost asymmetry has a predicting potential a firm to file for corporate bankruptcy or to be contact financial misconduct. Furthermore, this thesis attempts to explore the moderating effects of cost asymmetry on the relation of working capital management with operating performance.Chapter III emphasize on the effect of financial distress on the intensity of asymmetric cost behavior. Cost asymmetry refers to the different (i.e., asymmetric) response of variable costs between increases or decreases in the level of a firm’s operating activity due to deliberate managerial resource commitment decisions to maintain idle resources when the activity volumes decline. High levels of financial distress increase the cost of maintaining idle resource capacity, decrease the intensity of the managerial building behavior and managerial optimism for future sales revenues. As a result, financial distress is negatively associated with the intensity of cost asymmetry. Our data sample consists of 88,624 firm-year observations for US listed firms over the period 1990-2020. It seems that, on average, financial distress decreases the intensity of cost asymmetry of SG&A and operating expenses. Additional analysis corroborates the generalization of our main empirical findings including: (i) determinants of cost asymmetry, (ii) earnings management and (iii) additional firm-specific characteristics. Robustness tests confirm the negative relationship of financial distress with cost asymmetry under: (i) endogeneity issues, (ii) alternative econometric specifications, (iii) different levels of corporate governance and (iv) alternative measures of financial distress and cost asymmetry.Chapter IV explores the predictive potential of cost stickiness in financial reporting misconduct. Managers in firms with high-cost stickiness have increased motivation and opportunities to commit financial reporting misconduct. Increased cost stickiness negatively affects operating and market performance and undermines managerial financial benefits. Additionally, increased stickiness signifies intense agency issues that tend to be combined with weak corporate governance mechanisms. To empirically examine the ability of cost stickiness to predict the occurrence of Accounting and Auditing Enforcement Releases (AAERs), we employ a data sample of 41,061 firm-year observations for the period 1990-2020. It seems that cost stickiness increases the likelihood of financial reporting misconduct. Our empirical findings remain robust when we control for (i) the main drivers and alternative measures of cost stickiness, (ii) earnings management, (iii) the intensity of financial difficulties, and (iv) agency and managerial optimism issues. However, our empirical evidence seems more profound when firms experience high transitory earnings.Chapter V examines whether the intensity of cost asymmetry matters for bankruptcy prediction. An increased level of cost asymmetry implies increased requirements to finance a high level of adjustment costs due to high investments in prior period resource levels, decreased operating efficiency and negative market reactions. In addition, a high level of cost stickiness driven by intense empire building behavior consumes valuable resources and it signalizes weaker corporate governance mechanisms and auditing efficiency. For these reasons, we speculate that that the intensity of cost asymmetry tends to be positively associated with the likelihood a firm to file delisting for bankruptcy or liquidity issues. Using 54,468 firm-years observations of US publicly listed firms over the period 1990-2020, the chapter provides empirical evidence that the level of cost asymmetry is incrementally useful for bankruptcy prediction. Reported findings are more profound in firms experience small and medium current sales changes and in firms with high managerial incentives. Additional robustness tests reveal that our empirical results remain robust against: (i) the effects of financial constraints on the intensity of cost asymmetry, (ii) alternative specifications of cost asymmetry, and (iii) in partitioned samples, propensity-scored for cost asymmetry.Chapter VI investigates if cost stickiness is positively related with inefficient portion of working capital investments and has negative moderating effects on the relationship between working capital management and operating performance. It seems that the presence of asymmetric cost behavior has negative moderating effects on the relationship between working capital management and operating performance for a data sample of 63,495 observations of US-listed firms between 1990-2020. The empirical findings are confirmed in the case of a non-linear association between working capital and operating performance, and they are more profound when a firm experiences a decline in sales revenue within the context of an aggressive working capital policy. Different levels of earnings management, managerial ability, and expectations for growth potential do not seem to have substantial effects on our empirical findings.
|
---|