Περίληψη : | Στην παρούσα εργασία αναλύεται η σχέση μεταξύ της διάθρωσης της μετοχικής ιδιοκτησίας και της εταιρικής απόδοσης κατά τη διάρκεια της ελληνικής πιστωτικής κρίσης. Μελετώνται 206 εταιρείες από την Ελλάδα, εταιρείες που υπήρξαν αντικείμενο συνεχούς διαπραγμάτευσης στο Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών από 1/1/2004 έως και 31/12/2010, με τη χρήση ενός πρωτότυπου δείγματος δεδομένων συλλεγμένου από την ιστοσελίδα του χρηματιστηρίου. Στη μελέτη προσπαθούμε να βρούμε αντιστοιχίες ανάμεσα στην ύπαρξη ή όχι μεγαλομετόχων σε μια εταιρεία και στην αντίδραση της εταιρείας αυτής κατά την κρίση. Βασιζόμαστε σε μεθοδολογίες και θεωρητικό υπόβαθρο προηγούμενων αντίστοιχων μελετών, οι οποίες εργασίες εκπονήθηκαν με αφορμή την οικονομική κρίση των χωρών της νοτιοανατολικής Ασίας του 1997, καθώς και μελέτες που έλαβαν χώρα στον ευρωπαϊκό νότο το 2010. Η γενική αίσθηση που υπάρχει γύρω από το θέμα της σχέσης ανάμεσα στην ιδιοκτησιακή δομή και την εταιρική απόδοση είναι ότι υπάρχει μια σχέση, πολυσύνθετη και πολύπλευρη που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να εξηγηθεί με γραμμικό τρόπο, χρησιμοποιώντας μοντέλα παλινδρομήσεως. Συγκεκριμένα, μερικοί ερευνητές πιστεύουν ότι είναι μια ενδογενής αυτοτροφοδοτούμενη σχέση, ενώ άλλοι υποστηρίζουν το αντίθετο και συνεπώς δεν υπάρχει σαφής τεκμηρίωση της σχέσης αυτής. Όλες οι μελέτες πάσχουν από προβλήματα συσχέτισης στα μοντέλα παλινδρομήσεώς τους και επεξηγούν ένα πολύ μικρό ποσοστό της διακύμανσης των εξαρτημένων μεταβλητών παρά τη στατιστική σημαντικότητα των υποδειγμάτων. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα παραπάνω, εξετάζουμε αν η πιστωτική κρίση στη χώρα μας έχει επηρεάσει την ιδιοκτησιακή δομή των εταιρειών, αν πολυμετοχικές εταιρείες είχαν καλύτερες πιθανότητες επιβίωσης κατά την κρίση από τις ολιγομετοχικές εταιρείες (ή και το αντίστροφο) και αν τελικά η ύπαρξη ενός χρηματοπιστωτικού ιδρύματος μεταξύ των μεγαλομετόχων επηρεάζει την απόδοση της μετοχής της.Όσον αφορά τα συμπεράσματα της εργασίας, έχουν απαντηθεί κάποια από τα παραπάνω ερωτήματα, καθώς και κάποια άλλα που προέκυψαν στην πορεία της έρευνας. Η γενικότερη αίσθηση που αποκομίζει κανείς είναι ότι, συναρτήσει του οικονομικού κλάδου και της φάσης που βρίσκεται η εταιρεία, η ιδιοκτησιακή δομή μιας εταιρείας είναι βασικό συστατικό της και θα πρέπει να δημοσιοποιείται στις χρηματοοικονομικές της καταστάσεις αναλυτικά, όπως οι λογιστικοί της λογαριασμοί. Μπορούν να κρύβουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ή πλεονεκτήματα της εταιρείας που είναι σκόπιμο να αποτιμώνται στην αγορά. Στη μελέτη χρησιμοποιήθηκαν μέθοδοι οικονομετρικής ανάλυσης (π.χ., Two-Stage Least Squares with ARMA models) αλλά και συγκρίσεις μεταξύ εικονικών χαρτοφυλακίων εταιρειών με διαφορές στην εταιρική δομή τους, με σκοπό να γίνει αντιληπτό το μέγεθος επηρεασμού της διοίκησης μιας εταιρείας (και κατ’ επέκταση και των επενδυτών επιλογών της) από την ύπαρξη ή την απουσία μεγαλομετόχων (φυσικών ή νομικών προσώπων). Είναι γεγονός, ότι τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια τάση για διαφάνεια και δημοσιοποίηση δεδομένων μετοχικής ιδιοκτησίας, τάση που πιθανόν ερμηνεύεται ως φυσιολογική αντίδραση των ελεγκτικών αρχών στις πρόσφατες έντονες κρίσεις σε θέματα εταιρικής διακυβέρνησης. Η μελέτη της ιδιοκτησιακής δομής μιας εταιρείας δεν είναι εύκολο ζήτημα, ελλείψει σχετικών ηλεκτρονικών βάσεων δεδομένων, αλλά ούτε και τετριμμένο. Εξ όσων μπορούμε να γνωρίζουμε, η εργασία είναι η μοναδική έως τώρα στην ελληνική βιβλιογραφία, καθώς εφαρμόζει δημοσιευμένες τεχνικές ανάλυσης της εταιρικής διακυβέρνησης χρησιμοποιώντας ένα ευρύτατο δείγμα εταιρειών από το Χρηματιστήριο Αθηνών.
|
---|