Περίληψη : | Real Options theory has been acknowledged for its significance and exploited in the IS field as a dynamic approach for the assessment of information technologies with high levels of uncertainty and irreversibility. However, there has been very little research on how the use of real options in IT capital budgeting affects managerial behavorial decisions. To address the above gap the present doctoral thesis develops a model drawing from Real Options theory, IT innovation firm adoption theories and IS classification frameworks with the aim to study the impact of Real Options on IT investment decision making process. The thesis empirically examines the developed model and applies it to the case of RFID technology. Based on an exploratory phase comprised of three case studies and a confirmatory phase including one pilot and two field studies and through the exploitation of first-generation (e.g. multiple regression, ANOVA) and second-generation statistical methods (i.e. structural equation modeling and confirmatory factor analysis) main results include the following. Although real options in IT projects affect managerial investment decisions, their impact is significant only in specific and not in all IT project types. In particular, this impact is strengthened for family, supply chain and strategic IT applications than for standalone, internal and transactional IT applications respectively. In addition, this study shows that recognition of growth options mediates the effect of specific organizational and technological parameters (e.g. innovative capabilities of an organization, sustainability of the technology investment impact) on the perceived IT project value of returns. The above findings have important research implications concerning several research streams such as: Real Options, IT investment evaluation and IT innovation adoption. The above findings have also important practical implications. Managers are suggested to embed real options reasoning in their investment decisions. In addition, IT suppliers and developers are recommended to design IT products with attributes which can trigger real options generation in order to affect managers' perceptions towards the value and the use of these products. Η διατριβή ακολουθώντας μια διεπιστημονική προσέγγιση (α) από τον κλάδο της Διοίκησης των Πληροφοριακών Συστημάτων και συγκεκριμένα το πεδίο που αφορά στην αξιολόγηση επιχειρηματικών επενδύσεων και υιοθέτηση καινοτόμων εφαρμογών πληροφοριακής τεχνολογίας (ΙΤ investment evaluation and adoption) και (β) τον κλάδο των Χρηματοοικονομικών και συγκεκριμένα τη μέθοδο αποτίμησης των εμπράγματων δικαιωμάτων (Real options valuation) για την αξιολόγηση ενός επενδυτικού σχεδίου, έχει στόχο να μελετήσει το ρόλο των εμπράγματων δικαιωμάτων στις αντιλήψεις των διοικητικών στελεχών όταν αξιολογούν μια καινοτόμο τεχνολογική εφαρμογή. Αντικείμενο της παρούσας διδακτορικής διατριβής είναι να μελετήσει το ερευνητικό ερώτημα: «Πώς τα εμπράγματα δικαιώματα (Real Options) μπορούν να επηρεάσουν τη συμπεριφορά και τις επενδυτικές αποφάσεις των διοικητικών στελεχών όταν αξιολογούν έργα πληροφορικής;» Για την επίτευξη του στόχου αυτού η διατριβή αναπτύσσει και ελέγχει εμπειρικά εννοιολογικά μοντέλα. Η Τεχνολογία Ραδιοσυχνικής Αναγνώρισης (RFID technology) αξιοποιείται ως το πλαίσιο εφαρμογής των συγκεκριμένων μοντέλων. Η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε για την κάλυψη του ερευνητικού ερωτήματος βασίστηκε σε μια μεικτή προσέγγιση αποτελούμενη από δύο βασικές φάσεις: (α) τη διερευνητική φάση, κατά την οποία πραγματοποιήθηκαν τρεις μελέτες περίπτωσης σε πραγματικές επιχειρήσεις και (β) την επιβεβαιωτική φάση κατά την οποία έτρεξαν μια πιλοτική και δύο κύριες έρευνες. Η πρώτη φάση βασίστηκε σε ποιοτική ανάλυση για την κατανόηση του φαινομένου των εμπράγματων δικαιωμάτων στην αξιολόγηση των επενδύσεων, ενώ η δεύτερη φάση σε ποσοτική έρευνα για να ελεγχθεί στατιστικά η σχετική θεωρία και η σχέση συγκεκριμένων μεταβλητών. Για την ανάλυση των αποτελεσμάτων στην επιβεβαιωτική φάση χρησιμοποιήθηκαν δομικά μοντέλα εξισώσεων (structural equation modeling) και επιβεβαιωτική ανάλυση παραγόντων (confirmatory factor analysis), η μέθοδος πολλαπλής παλινδρόμησης (multiple regressions), ενώ για τη σύγκριση διαφορετικών ομάδων (groups) του δείγματος χρησιμοποιήθηκε η ανάλυση κατά ομάδες (multi-group analysis) και ανάλυση διακύμανσης (two way ANOVA). Η δομή της διδακτορικής διατριβής αποτελείται από 7 κεφάλαια. Στο πρώτο κεφάλαιο γίνεται μια εισαγωγή και σύνοψη της διατριβής, στο δεύτερο κεφάλαιο γίνεται ανάλυση των ερευνητικών πεδίων που εξετάζονται και των ερευνητικών κενών στη βιβλιογραφία ενώ στο τρίτο κεφάλαιο τίθενται τα ερευνητικά ερωτήματα και αναλύεται η μεθοδολογία της διατριβής. Στο τέταρτο κεφάλαιο γίνεται ανάλυση της πρώτης διερευνητικής φάσης της διατριβής ενώ στα κεφάλαια πέντε και έξι γίνεται ανάλυση των βασικών ερευνών που πραγματοποιήθηκαν στην επιβεβαιωτική φάση της διατριβής. Η διατριβή ολοκληρώνεται με το τελευταίο κεφάλαιο (επτά) στο οποίο γίνεται εις βάθος ανάλυση/συζήτηση των βασικών αποτελεσμάτων της διατριβής και σύγκριση αυτών με τη βιβλιογραφία. Στο ίδιο κεφάλαιο επίσης γίνεται αναφορά της θεωρητικής και πρακτικής συνεισφοράς της διατριβής.
|
---|