Περίληψη : | The thesis examines the impact of state governments and International Organizations’ activity on the effectiveness of strategic negotiations between governments and terrorist organizations. It affirms that third-party implication in form of mediation has been a core part of peace formation initiatives in deeply divided societies, beset by cultural and ethnoreligious grievances. At first, key aspects of negotiation regarding the demarcation of ZOPA, the significance of concessions, power asymmetry and the level of conflict are specified. The aim is to facilitate the study of two cases, namely the Palestinian-Israeli conflict and the Afghan government-Taliban conflict, upon which negotiation theory is applied. Further on, the analysis conducted herein proves that domestic politics and third parties’ priorities have limited the necessary flexibility and undermined the respective processes. The thesis argues that third-party interference has been ineffective, negatively influenced the conflicts’ dynamics, thwarting peace formation and leading to a deterioration of the status in the polities involved. To partly verify the findings an interview with a member of a Palestinian Diplomatic Representation was conducted. Through this master’s thesis the conclusion is drawn that a substantial interest in resolving a conflict is required to be based upon commitment and capability of the interfering third party. Η παρούσα διπλωματική εργασία εξετάζει τον αντίκτυπο της δραστηριότητας κρατικών κυβερνήσεων και Διεθνών Οργανισμών στην αποτελεσματικότητα των στρατηγικών διαπραγματεύσεων μεταξύ κυβερνήσεων και τρομοκρατικών οργανώσεων. Επιβεβαιώνει ότι η εμπλοκή τρίτων μερών υπό μορφήν διαμεσολάβησης έχει αποτελέσει βασικό μέρος των πρωτοβουλιών για τη διαμόρφωση της ειρήνης σε βαθιά διχασμένες κοινωνίες, μαστιζόμενες από πολιτιστικές και εθνοθρησκευτικές αιτιάσεις. Αρχικά, προσδιορίζονται βασικές πτυχές των διαπραγματεύσεων σχετικά με την οριοθέτηση της ZOPA, τη σημασία των παραχωρήσεων, την ασυμμετρία ισχύος καθώς και το επίπεδο της σύγκρουσης. Στόχος είναι να διευκολυνθεί η μελέτη δύο περιπτώσεων, δηλαδή της παλαιστινιακής-ισραηλινής σύγκρουσης και της σύγκρουσης Αφγανικής κυβέρνησης-Ταλιμπάν, στις οποίες εφαρμόζεται η θεωρία των διαπραγματεύσεων. Επιπλέον, η ανάλυση που διεξάγεται στην παρούσα αποδεικνύει ότι η εσωτερική πολιτική και οι προτεραιότητες τρίτων έχουν περιορίσει την απαραίτητη ευελιξία και έχουν υπονομεύσει τις αντίστοιχες διαδικασίες. Η εργασία υποστηρίζει ότι η παρέμβαση τρίτων υπήρξε αναποτελεσματική, επηρέασε αρνητικά τη δυναμική των συγκρούσεων, ανατρέποντας τη διαμόρφωση της ειρήνης και οδηγώντας σε επιδείνωση του καθεστώτος στις εμπλεκόμενες πολιτείες. Για να επαληθευτούν εν μέρει τα ευρήματα πραγματοποιήθηκε συνέντευξη με μέλος παλαιστινιακής διπλωματικής αντιπροσωπείας. Μέσω αυτής της διπλωματικής εργασίας εξάγεται το συμπέρασμα ότι ένα ουσιαστικό ενδιαφέρον για την επίλυση μιας σύγκρουσης πρέπει να βασίζεται στην πραγματική δέσμευση και την ικανότητα του παρεμβαίνοντος τρίτου μέρους.
|
---|